- αθυμία
- ηέλλειψη καλής διάθεσης, ακεφιά: Τον τελευταίο καιρό κατεχόταν από μια αθυμία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀθυμία — ἀθῡμίᾱ , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc/acc dual ἀθῡμίᾱ , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυμίᾳ — ἀθῡμίαι , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc pl ἀθῡμίᾱͅ , ἀθυμία lack of spirit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυμία — η (Α ἀθυμία) [ἄθυμος] έλλειψη ευδιαθεσίας, βαρυθυμία, στενοχώρια αρχ. έλλειψη θάρρους, λιποψυχία, δειλία … Dictionary of Greek
ἀθυμίαι — ἀθῡμίαι , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc pl ἀθῡμίᾱͅ , ἀθυμία lack of spirit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυμίας — ἀθῡμίᾱς , ἀθυμία lack of spirit fem acc pl ἀθῡμίᾱς , ἀθυμία lack of spirit fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Афимия — или Атимия (греч. άθυμία) бессилие, упадок духа … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
устрашение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (ἀθυμία) страх, малодушие; (φαυλισμός), презрение,… … Словарь церковнославянского языка
отънеможеньѥ — ОТЪНЕМОЖЕНЬ|Ѥ (4*), ˫А с. 1.Уныние: нощь прiде. столъ готовъ. ненавидѧщеи плещюще. въ ѿнеможенье бл҃го||ч(с)тное. (ἐν ἀϑυμίᾳ) ГБ к. XIV, 164–165. 2. Малодушие: ˫ако иному быти || ѿнеможень˫а година. аще и тако что подобаеть пострадати.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άθυμος — η, ο (Α ἄθυμος, ον) νεοελλ. δύσθυμος, άκεφος, στενοχωρημένος, μελαγχολικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει θάρρος, ο δειλός 2. ο μη θυμοειδής, ο δίχως οργή ή πάθος 3. ο μη ενθαρρυντικός, ο δυσάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θυμός. ΠΑΡ. αθυμία,… … Dictionary of Greek
αθυμώ — (I) ( έω) (Α ἀθυμῶ) [ἄθυμος] κατέχομαι από αθυμία, είμαι μελαγχολικός, στενοχωρούμαι, λυπάμαι αρχ. φοβάμαι, ανησυχώ. (II) ἀθυμῶ ( όω) (Α) [ἄθυμος] αποκαρδιώνω, αποθαρρύνω … Dictionary of Greek